φτωχοπρόδρομος

φτωχοπρόδρομος
ο
1. λόγιος που μιλά για τα βάσανα της φτώχειας του και εκλιπαρεί τη βοήθεια γνωρίμων και πλουσίων (όπως έκανε στον 11ο αι. ο βυζαντινός ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος, που ονομάστηκε γι’ αυτό Πτωχοπρόδρομος).
2. μτφ., άνθρωπος γκρινιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φτωχοπρόδρομος — Βυζαντινός ποιητής του 12ου αι. Bλ. λ. Πρόδρομος, Θεόδωρος. * * * ο, Ν πτωχοπρόδρομος …   Dictionary of Greek

  • φτωχοπροδρομικά — και φτωχοπροδρομικώς Ν επίρρ. κατά τον τρόπο τού φτωχοπρόδρομου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος, μέσω ενός επιθ. *φτωχοπροδρομικός] …   Dictionary of Greek

  • φτωχοπροδρομισμός — ο, Ν πτωχοπροδρομισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”